- ευκρυφής
- εὐκρυφής, -ές (Α)εύκρυπτος, αυτός που εύκολα μπορεί να τόν κρύψει κάποιος («διὰ γὰρ τὸ μέγεθος εὐκρυφές ἐστι», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κρυφής (< κρυφή), πρβλ. νυκτι-κρυφής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐκρυφές — εὐκρυφής masc/fem voc sg εὐκρυφής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύκρυπτος — εὔκρυπτος, ον και εὐκρυφής, ές (Α) αυτός τον οποίο μπορεί να κρύψει κάποιος εύκολα («σχισθέντα δ οὐκ εὔκρυπτα γίγνεται τάδε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρυπτός (< κρύπτω)] … Dictionary of Greek